calcification
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
calcification (en)
- ασβεστοποίηση
- (ιατρική) ασβέστωση, αποτιτάνωση
- προσασβέστωση, επασβέστωση, επιασβέστωση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kal.si.fi.ka.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
calcification | calcifications |
calcification (fr) θηλυκό