calculus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]calculus < λατινική calculus (βότσαλο) < calx + -ulus
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]calculus (en)
- λογισμός
- (ειδικότερα) (μαθηματικά) λογισμός, απειροστικός λογισμός
- Calculus is the study of functions, their derivatives and integrals (Απειροστικός λογισμός είναι η μελέτη των συναρτήσεων, των παραγώγων και των ολοκληρωμάτων τους)
- (ιατρική) πέτρα
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Στην ελληνική μαθηματική ορολογία, ο όρος απειροστικός λογισμός χρησιμοποιείται για να δηλώσει τόσο τον διαφορικό λογισμό (differential calculus) όσο και τον ολοκληρωτικό λογισμό (integral calculus). Στην αγγλική μαθηματική ορολογία, ο όρος infinitesimal calculus έχει αντικατασταθεί από τον όρο calculus.
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- calculus στην αγγλική Βικιπαίδεια