Μετάβαση στο περιεχόμενο

calque

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
calque calques

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

calque (fr) αρσενικό

  1. πιστό αντίγραφο ενός σχεδίου, με ξεπατίκωμα
  2. (συνεκδοχικά) το λαδόχαρτο / ριζόχαρτο / τσιγαρόχαρτο
  3. μεταφραστικό δάνειο

Συγγενικά

[επεξεργασία]