camaïeu
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
camaïeu | camaïeux και camaïeus |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
camaïeu (fr) αρσενικό
- ημιπολύτιμος λίθος που έχει δύο αποχρώσεις ενός και του αυτού χρώματος
- ζωγραφική που χρησιμοποιεί ένα μόνο χρώμα αλλά με πολλές αποχρώσεις
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- en camaïeu: με πολλές αποχρώσεις