Μετάβαση στο περιεχόμενο

απόχρωση

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόχρωση οι αποχρώσεις
      γενική της απόχρωσης* των αποχρώσεων
    αιτιατική την απόχρωση τις αποχρώσεις
     κλητική απόχρωση αποχρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποχρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απόχρωση < (ελληνιστική κοινή) < ἀποχρώννυμι < ἀπό + χρώννυμι / χρωννύω < αρχαία ελληνική χρῴζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʰrēw- ‎(αλέθω, τρίβω) *gʰer- (τρίβω) ‎(σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική coloration)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈpo.xɾo.si/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

απόχρωση θηλυκό

  1. μια διαφορετική παραλλαγή ενός χρώματος, που εξαρτάται από το μήκος κύματος της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας του φωτός [1]
      Το μυριόστομο «ααα» θαυμασμού, που συνόδευσε τη φωταγώγηση του Χριστουγεννιάτικου δέντρου, ακολούθησαν πυροτεχνήματα σε διάφορες αποχρώσεις. (Χριστουγεννιάτικο δέντρο φωτεινό στην Πλατεία και στην Παραλία, kalamata.gr, 11/12/2017 )
  2. (μεταφορικά) μικρή διαφορά ή παραλλαγή

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]