shade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
shade | shades |
shade (en)
- η απόχρωση
- το στορ, το στόρι
- η σκιά, ο ίσκιος, το ίσκιωμα
- ↪ The temperature was 35 in the shade. - Η θερμοκρασία ήταν 35 στον ίσκιο.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | shade |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shades |
αόριστος | shaded |
παθητική μετοχή | shaded |
ενεργητική μετοχή | shading |
shade (en)
- γραμμοσκιάζω, σκιάζω ένα σκίτσο, δημιουργώ σκιές σε σχέδιο σχεδιάζοντας πολλές παράλληλες γραμμές (είτε απολύτως παράλληλες είτε πρόχειρα με το χέρι), σχεδιάζω γραμμωμένη-γραμμωτή σκιά
- ↪ I shade in a sketch - σκιάζω ένα σκίτσο
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 797. ISBN 9780194325684., λήμμα: σκιάζω