shade

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
shade shades

shade (en)

  1. η απόχρωση
    shades of pink and green - ροζ και πράσινες αποχρώσεις
     συνώνυμα: hue, tint
  2. το στορ, το στόρι
    I pull down the shades - κατεβάζω τα στόρια
     συνώνυμα: blind
  3. η σκιά, ο ίσκιος, το ίσκιωμα
    The temperature was 35 in the shade. - Η θερμοκρασία ήταν 35 στον ίσκιο.

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας shade
γ΄ ενικό ενεστώτα shades
αόριστος shaded
παθητική μετοχή shaded
ενεργητική μετοχή shading

shade (en)

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 797. ISBN 9780194325684. , λήμμα: σκιάζω