shading
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
shading | shadings |
shading (en)
- η σκίαση
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]shading (en)
ενικός | πληθυντικός |
shading | shadings |
shading (en)
shading (en)