Μετάβαση στο περιεχόμενο

canale

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
canale < λατινική canalis

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
canale canali

canale (it)