canasson
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
canasson | canassons |
canasson (fr) αρσενικό
- το άλογο (οικεία)
ενικός | πληθυντικός |
canasson | canassons |
canasson (fr) αρσενικό