capitaliste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
capitaliste < capitalisme

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.pi.ta.list/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
capitaliste capitalistes

capitaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
capitaliste capitalistes

capitaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη capital