capitaliste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- capitaliste < capitalisme
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.pi.ta.list/
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
capitaliste | capitalistes |
capitaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
capitaliste | capitalistes |
capitaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο καπιταλιστής, ο κεφαλαιοκράτης, η καπιταλίστρια, η κεφαλαιοκράτισσα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη capital