Μετάβαση στο περιεχόμενο

caractériel

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
caractériel caractériels

Επίθετο

[επεξεργασία]

caractériel (fr) αρσενικό

Un trouble caractériel. Διαταραχή της συμπεριφοράς.
Les traits caractériels. Οι γενικές γραμμές του χαρακτήρα.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

caractériel (fr) αρσενικό

  • άτομο που παρουσιάζει προβλήματα του χαρακτήρα
Il est caractériel. Έχει διαταραχές της συμπεριφοράς.

Συγγενικά

[επεξεργασία]