Μετάβαση στο περιεχόμενο

cardiologue

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaʁ.djɔ.lɔɡ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cardiologue cardiologues

cardiologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό