καρδιολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η καρδιολόγος οι καρδιολόγοι
      γενική του/της καρδιολόγου των καρδιολόγων
    αιτιατική τον/την καρδιολόγο τους/τις καρδιολόγους
     κλητική καρδιολόγε καρδιολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καρδιολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cardiologue < cardio- + -logue, καρδιο- + -λόγος[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καρδιολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]