carnation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
carnation | carnations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]carnation (en)
- (φυτό) η γαρυφαλλιά (Dianthus caryophyllus)
- (φυτό) το άνθος της γαρυφαλλιάς, το γαρύφαλλο
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
carnation | carnations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]carnation (fr) θηλυκό