carnation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
carnation carnations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

carnation (en)

  1. (φυτό) η γαρυφαλλιά (Dianthus caryophyllus)
  2. (φυτό) το άνθος της γαρυφαλλιάς, το γαρύφαλλο



      ενικός         πληθυντικός  
carnation carnations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

carnation (fr) θηλυκό

  1. το χρώμα του δέρματος