carpenter
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
carpenter
carpenters
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
carpenter
(en)
(
επάγγελμα
) ο
ξυλουργός
, ο
μαραγκός
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Επαγγέλματα (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
العربية
Brezhoneg
Čeština
Cymraeg
Deutsch
English
Esperanto
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Galego
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Ido
Italiano
日本語
Қазақша
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Norsk
Oromoo
Polski
Português
Română
Русский
संस्कृतम्
ၽႃႇသႃႇတႆး
Simple English
Slovenčina
Svenska
Kiswahili
தமிழ்
తెలుగు
Türkçe
Vèneto
Tiếng Việt
粵語
中文
IsiZulu