casaco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
casaco | casacos |
casaco (pt)αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
casaco | casacos |
casaco (pt)αρσενικό