caudal
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | caudal | caudals |
θηλυκό | caudale | caudales |
Επίθετο
[επεξεργασία]caudal (fr)
Επίθετο
[επεξεργασία]- ουραίος
- σχετικός με το πίσω μέρος, ραχιαίος, νωτιαίος