cavern
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cavern | caverns |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cavern (en)
- το σπήλαιο, μεγάλη σπηλιά
ενικός | πληθυντικός |
cavern | caverns |
cavern (en)