cave
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cave (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
cave (en)
- υποχωρώ, παραδίδομαι
- υποχωρώ, καταρρέω
- σκάβω και δημιουργώ μια κοιλότητα
- εξερευνώ σπήλαια για αναψυχή
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cave | caves |
cave (fr) θηλυκό
- το υπόγειο
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cavo | cavi |
θηλυκό | cava | cave |
cave (it)
- πληθυντικός του cava