caverne
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
caverne | cavernes |
caverne (fr) θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- caverne d'Ali Baba: (μεταφορικά) συσσώρευση ετεροκλίτων αντικειμένων
- homme des cavernes: άνθρωπος των σπηλαίων