ceaselessly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]ceaselessly (en)
- (επίσημο) ακατάπαυστα, αδιάκοπα, ατελείωτα, χωρίς να σταματήσει ποτέ
- ↪ Language is ceaselessly evolving.
- Η γλώσσα εξελίσσεται αδιάκοπα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continuously
- ↪ Language is ceaselessly evolving.