Μετάβαση στο περιεχόμενο

cement

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cement (en) (μη μετρήσιμο)

  • το τσιμέντο
      a bag of cement - σάκος με τσιμέντο
      a cement floor - δάπεδο από τσιμέντο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]
ενεστώτας cement
γ΄ ενικό ενεστώτα cements
αόριστος cemented
παθητική μετοχή cemented
ενεργητική μετοχή cementing

cement (en) (μεταβατικό)

  1. τσιμεντάρω, καλύπτω με τσιμέντο
      They cemented the square.
    Τσιμεντάρισαν την πλατεία.
  2. τσιμεντάρω, ενισχύω μια σχέση, μια συμφωνία κτλ.
      We’ll cement the deal.
    Θα τσιμεντάρομε τη συμφωνία.



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈt͡s̑ɛ̃mɛ̃nt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cement (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]