cement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cement (en)
- η κόλλα
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
cement (en)
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈt͡s̑ɛ̃mɛ̃nt/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cement (pl) αρσενικό