cerasella
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cerasella | ceraselle |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- cerasella < cerasa
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cerasella (it)
Πηγές
[επεξεργασία]- cerasella - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).