certeza
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
certeza | certezas |
certeza (pt) θηλυκό
- η βεβαιότητα, η σιγουριά
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
certeza | certezas |
certeza (pt) θηλυκό