Μετάβαση στο περιεχόμενο

certificat

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
certificat < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
certificat certificats

certificat (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]