cessez-le-feu
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cessez-le-feu | cessez-le-feu |
cessez-le-feu (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cessez-le-feu | cessez-le-feu |
cessez-le-feu (fr) αρσενικό