πυρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
πυρός
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυρός < δωρ. σπυρός από το οποίο σπόρος, σπυρί
κόκος σιταριού
παράγωγα[επεξεργασία]
- πυρίτης, σιταρένιος άρτος
- πυροπώλης , σιτέμπορος, Κατά σιτοπωλών,
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυρός