σῖτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ετερογενές ουσιαστικό | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | ουδέτερο | |||||||
ονομαστική | ὁ | σῖτος | τὰ | σῖτᾰ | ||||
γενική | τοῦ | σίτου | τῶν | σίτων | ||||
δοτική | τῷ | σῖτῳ | τοῖς | σῖτοις | ||||
αιτιατική | τὸν | σῖτον | τὰ | σῖτᾰ | ||||
κλητική ὦ! | σῖτε | σῖτᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σῖτω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σῖτοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ανώμαλα' όπως «σῖτος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σῖτος: άγνωστης ετυμολογίας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σῖτος αρσενικό (ετερογενές: πληθυντικός: τα σῖτα -ουδέτερο)
- το σιτάρι, τα άλευρα, τα γεννήματα, καμιά φορά και το κριθάρι
- γενικά η ξηρά τροφή, το τρόφιμο
- ⮡ σῖτα καὶ ποτά
- το ψωμί
- ζωοτροφή
- δημόσια σίτηση για τα ορφανά και τις χήρες (στην Αθήνα)
- ⮡ σῖτον διδόναι
- ο νόμος για τα σιτηρά και τα μονοπώλια (Αθήνα)
- ⮡ δίκην σίτου δικάσασθαι
- παροχή στους στρατιώτες (αν και συνήθως η λέξη που προτιμούσαν για αυτή την έννοια ήταν το σιτηρέσιον)
- οι προμήθειες
- ⮡ παρέχειν σῖτα καὶ νέας
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- σῖτον ἔδοντες: οι άνθρωποι, σε αντιδιαστολή προς τα ζώα
- σῖτον καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται: για τα πολιτισμένα έθνη σε αντιδιαστολή προς βαρβάρους
- σῖτος καὶ οἶνος αλλά και σῖτα καὶ ποτά: φαγοπότι
Συγγενικά
[επεξεργασία]σύνθετα
Πηγές
[επεξεργασία]- σῖτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σῖτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ανώμαλα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά περισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ανώμαλα κατά το γένος (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)