σιτηρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σιτηρός < σῖτος

Επίθετο

[επεξεργασία]

σιτηρός, ά, όν

  1. από σιτάρι, σταρένιος
    τα σιτηρά γεύματα
  2. εδώδιμος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

η σιτηρά θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]