σιτηρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σιτηρός < σῖτος
Επίθετο
[επεξεργασία]σιτηρός, ά, όν
- από σιτάρι, σταρένιος
- τα σιτηρά γεύματα
- εδώδιμος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]η σιτηρά θηλυκό
- φόρος για τα σιτηρά