chambard

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
chambard chambards

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chambard (fr) αρσενικό

  1. η αναστάτωση
  2. ο θόρυβος, ο σαματάς

Συγγενικά

[επεξεργασία]