chamber
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chamber (en)
- θάλαμος, δωμάτιο
- chamber tomb: θαλαμοειδής τάφος
- η θαλάμη ενός πυροβόλου όπλου
- νομοθετικό σώμα (σε συστήματα που περιλαμβάνουν περισσότερα από ένα τέτοια σώματα)
- the lower chamber - η Κάτω Βουλή
Ρήμα[επεξεργασία]
chamber (en)