chamber
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chamber (en)
- θάλαμος, δωμάτιο
- chamber tomb: θαλαμοειδής τάφος
- η θαλάμη ενός πυροβόλου όπλου
- νομοθετικό σώμα (σε συστήματα που περιλαμβάνουν περισσότερα από ένα τέτοια σώματα)
- the lower chamber - η Κάτω Βουλή
Ρήμα
[επεξεργασία]chamber (en)