chancre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
chancre chancres

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

chancre (fr) αρσενικό

  1. (ιατρική) έλκωση
  2. (μεταφορικά) κάτι που καταστρέφει, που διαβιβρώσκει

Παράγωγα[επεξεργασία]