chancre
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chancre | chancres |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chancre (fr) αρσενικό
- (ιατρική) έλκωση
- (μεταφορικά) κάτι που καταστρέφει, που διαβιβρώσκει
ενικός | πληθυντικός |
chancre | chancres |
chancre (fr) αρσενικό