chassé
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | chassé | chassés |
| θηλυκό | chassée | chassées |
Επίθετο
[επεξεργασία]chassé (fr)
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | chassé | chassés |
| θηλυκό | chassée | chassées |
chassé (fr)