κυνηγημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυνηγημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κυνηγώ
Μετοχή[επεξεργασία]
κυνηγημένος, -η, -ο
- που τον κυνηγά, που τον καταδιώκει κάποιος ή κάτι