chauvinism
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
ύστερος 19ος αιώνας: chauvinism < Nicolas Chauvin ναπολεόντειος βετεράνος ακραίος πατριώτης, έγινε γνωστός (εκλαϊκευμένα) σαν χαρακτήρας απ' τους αδερφούς Cogniard στο θεατρικό έργο Cocarde Tricolore (Τρίχρωμη Κονκάρδα) το 1831
ετυμολογικό ανθρωπωνύμιο:[επεξεργασία]
Nicolas Chauvin
Προφορά[επεξεργασία]
/ˈʃəʊv(ɪ)nɪz(ə)m/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chauvinism (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
υπερβολικός ή επιθετικός πατριωτισμός, ομαδολαγνεία[επεξεργασία]
- jingoism
- excessive patriotism
- blind patriotism
- excessive nationalism
- sectarianism
- isolationism
- excessive loyalty
- flag-waving
- xenophobia
- racism
- racialism
- racial prejudice
- ethnocentrism
- ethnocentricity
- partisanship
- partiality
- prejudice
- bias
- discrimination
- intolerance
- bigotry
- male chauvinism
- sexism
- misogyny