bias
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bias (en) πληθυντικός: biases, biasses ή χωρίς πληθυντικό
- σύνηθες: μη ουδέτερη μεταχείριση (υπέρ ή κατά ή οποιαδήποτε άλλη διαφοροποιημένη αντιμετώπιση από την ουδέτερη
- διαγώνιος της ύφανσης (μία από τις δύο)
- (υπολογιστές, ηλεκτρονική) τάση που εφαρμόζεται στην πύλη (ή βάση) ενός τρανζίστορ ή λυχνίας κενού, η οποία προκαλεί την λειτουργία της συσκευής στην αγώγιμη κατάσταση
Ρήμα[επεξεργασία]
bias (en)
- μεταχειρίζομαι διαφορετικά από την ουδέτερη κατάσταση
- προκαταλαμβάνω
- ασκώ προκαταλήψη
- μεροληπτώ
- to cut on the bias (bias-cut): κόβω διαγωνίως της ύφανσης
- (υπολογιστές, ηλεκτρονική) εφαρμόζω τάση στην πύλη (ή βάση) ενός τρανζίστορ ή λυχνίας κενού, η οποία προκαλεί την λειτουργία της συσκευής στην αγώγιμη κατάσταση