prejudice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
prejudice (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
prejudice (en)
- προκαταλαμβάνω, επηρεάζω αρνητικά