Μετάβαση στο περιεχόμενο

chenille

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
chenille chenilles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chenille (fr) θηλυκό

  1. (έντομο) η κάμπια
  2. η ερπύστρια