κάμπια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Καμπιά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάμπια οι κάμπιες
      γενική της κάμπιας
    αιτιατική την κάμπια τις κάμπιες
     κλητική κάμπια κάμπιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάμπια < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κάμπη, μετάπλαση -ια[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkam.bʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κά‐μπια
Μια κάμπια τρώει ένα φύλλο από αγιόκλημα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάμπια θηλυκό και κάμπη

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]