κάμπη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάμπη | οι | κάμπες |
γενική | της | κάμπης | των | καμπών |
αιτιατική | την | κάμπη | τις | κάμπες |
κλητική | κάμπη | κάμπες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κάμπη < αρχαία ελληνική κάμπη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω) < *kh₂em- (καμπή, λύγισμα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κάμπη θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κάμπη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)