chevalin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chevalin | chevalins |
θηλυκό | chevaline | chevalines |
Επίθετο[επεξεργασία]
chevalin (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chevalin | chevalins |
θηλυκό | chevaline | chevalines |
chevalin (fr)