Μετάβαση στο περιεχόμενο

chiffrage

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
chiffrage chiffrages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chiffrage (fr) αρσενικό

  1. η κρυπτογραφία
  2. η κρυπτογράφηση
  3. η αρίθμηση
  4. ο υπολογισμός

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη chiffrer