chiffrage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
chiffrage | chiffrages |
chiffrage (fr) αρσενικό
- η κρυπτογραφία
- η κρυπτογράφηση
- η αρίθμηση
- ο υπολογισμός
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη chiffrer