childhood
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
childhood (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η παιδική ηλικία, τα παιδικά χρόνια, η περίοδο της ζωής κάποιου όταν είναι παιδί
- ↪ We didn’t live our early childhood years consciously.
- Τα πρώτα παιδικά μας χρόνια δεν τα ζήσαμε συνειδητά.
- ↪ I was nostalgic for my childhood.
- Νοστάλγησα τα παιδικά μου χρόνια.
- ↪ We didn’t live our early childhood years consciously.