chimérique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chimérique | chimériques |
chimérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
chimérique | chimériques |
chimérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό