φαντασιώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαντασιώδης < (ελληνιστική κοινή)
Επίθετο
[επεξεργασία]φαντασιώδης
- ΅ο ευφάνταστος, εκείνος που έχει ζωηρή φαντασία
- ο φανταστικός, που υπάρχει στη φαντασία αλλά όχι στην πραγματικότητα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φαντασιώδης