chimney
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| chimney | chimneys |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chimney (en)
- ο/η καπνοδόχος, η καμινάδα
The wind knocked down our chimney.
- Ο αέρας γκρέμισε την καμινάδα μας.
| ενικός | πληθυντικός |
| chimney | chimneys |
chimney (en)