chimney
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chimney | chimneys |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chimney (en)
- ο/η καπνοδόχος, η καμινάδα
- ↪ The wind knocked down our chimney.
- Ο αέρας γκρέμισε την καμινάδα μας.
- ↪ The wind knocked down our chimney.