Μετάβαση στο περιεχόμενο

chimney

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chimney chimneys

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chimney (en)