chimney
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
chimney
(en)
καπνοδόχος
,
καμινάδα
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Παραλλαγές
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
συνεισφορά
Δημιουργήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
δείτε
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Aragonés
العربية
Asturianu
ᏣᎳᎩ
Čeština
Dansk
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Français
Frysk
Gaeilge
Galego
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Ido
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Polski
Română
Русский
Simple English
Shqip
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
Тоҷикӣ
ไทย
Türkçe
اردو
Tiếng Việt
中文