chocolate
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]chocolate (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chocolate | chocolates |
chocolate (en)
Πηγές
[επεξεργασία]
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chocolate (es)
- η σοκολάτα