chocolate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]chocolate (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chocolate | chocolates |
chocolate (en)
- (μη μετρήσιμο) η σοκολάτα
- ↪ How I like the soft chocolate cookies!
- Πόσο μου αρέσουν τα μαλακά μπισκότα σοκολάτας!
- ↪ How I like the soft chocolate cookies!
Πηγές
[επεξεργασία]
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chocolate (es)
- η σοκολάτα