chuchoterie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chuchoterie | chuchoteries |
chuchoterie (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (οικείο) ή (παρωχημένο) συζήτηση με χαμηλή φωνή, σε βάρος άλλων