chunk

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
chunk chunks

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

chunk (en)

  • (ανεπίσημο) η κομματάρα, μια αρκετά μεγάλη ποσότητα από κάτι
    Cut me a chunk of cake.
    Κόψε μου μια κομματάρα κέικ.

Πηγές[επεξεργασία]