chunk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chunk | chunks |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chunk (en)
- (ανεπίσημο) η κομματάρα, μια αρκετά μεγάλη ποσότητα από κάτι
- ↪ Cut me a chunk of cake.
- Κόψε μου μια κομματάρα κέικ.
- ↪ Cut me a chunk of cake.