κομματάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κομματάρα οι κομματάρες
      γενική της κομματάρας
    αιτιατική την κομματάρα τις κομματάρες
     κλητική κομματάρα κομματάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομματάρα < κομμάτ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κομματάρα θηλυκό

  • πολύ μεγάλο κομμάτι
    του είπα να μου φέρει μια φετούλα ψωμί και αυτός μου έφερε ολόκληρη κομματάρα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το μεγεθυντικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κομμάτι